τριπτήρ

τριπτήρ
τριπ-τήρ, ῆρος, , ([etym.] τρίβω)
A pestle,

καρπὸν . . λειαίνειν τριπτῆρι Nic. Th.95

, cf. Fr.70.15; mortar for grinding ψιμύθιον, Thphr.Lap.56; board under the screw of a wine- or oil-press, Nic.Al.494, cf. AB 308.
II vat into which wine or oil runs after being pressed out, Is.Fr.24, cf. Poll.7.151; τ. δικῶν (παρὰ προσδοκίαν for ἐλαῶν), of a συκοφάντης treated as an ἄγγος, Ar.Ach.937.
2 horse-trough,

τριπτῆρες τέτταρες τὰ ζεύγη ποτίζειν ἐν τῇ ὁδῷ IG22.1673.21

.
3 = ἀκόνη, AB308.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριπτήρ — pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρα — τριπτήρ pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρας — τριπτήρ pestle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρες — τριπτήρ pestle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρι — τριπτήρ pestle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρος — τριπτήρ pestle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρσιν — τριπτήρ pestle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτήρας — ο / τριπτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών νεοελλ. 1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου 2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα 3. τρίφτης τυριού αρχ. 1. γουδοχέρι 2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι… …   Dictionary of Greek

  • τριπτήριον — τὸ, Α·]τριπτήρ] όργανο για το τρίψιμο τού σώματος στο λουτρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”